"Επιστρέφοντας χθες βράδυ σπίτι μου συνάντησα στη είσοδο της πολυκατοικίας δυο όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας κι ένα ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ.
Πλησιάζοντας τους αστυνομικούς, παρατηρώ ότι χτυπάνε με σειρά τα κουδούνια
και των 30 διαμερισμάτων. Με ρωτούν αν μένω στην πολυκατοικία κι αν ξέρω
κάποια κυρία - κύριο Κ. Απαντάω καταφατικά. «Χτυπάμε όλα τα κουδούνια εδώ και ένα τέταρτο και κανείς δεν μας ανοίγει.» « Μα βλέπω φώτα αναμμένα σε όλους τους ορόφους» απαντάω.
«Ναι, αλλά δεν μας ανοίγουν».
Ο άνθρωπος αμέσως από το ΕΚΑΒ με ενημερώνει ότι...
τηλεφώνησε ο κύριος Κ. στο ΕΚΑΒ γιατί η κυρία Κ. μάλλον έχει υποστεί έμφραγμα. «Χτυπάμε το κουδούνι τους και δεν μας ανοίγουν.»
Ανοίγω αμέσως την πόρτα της πολυκατοικίας και τους κατευθύνω στο διαμέρισμα του κυρίου και της κυρίας Κ. στον 4ο ακριβώς απέναντι από το δικό μου. Η πόρτα τους είναι κλειστή και ο κύριος Κ. δεν ανταποκρίνεται στο χτύπημα του κουδουνιού. Μπαίνω στο διαμερισμά μου και προσπαθώ να μάθω τί γίνεται από το σκοτεινό ματάκι της πόρτας ασφαλείας μου.
Τον κύριο και την κυρία Κ. τους γνωρίζω χρόνια. Δάσκαλοι στο Αρσάκειο και οι δυο. Έχασαν τα δυο τους αγόρια πριν 30 χρόνια σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα στο Σούνιο. Μετά από 2 χρόνια η κυρία Κ. έπαθε στο Αλτσχάιμερ. Συγγενείς άλλους δεν είχαν στην Αθήνα. Ο κύριος Κ. παραιτήθηκε από το Αρσάκειο για να μείνει δίπλα στη γυναίκα των νεκρών αγοριών τους. Ήσυχος
άνθρωπος. Έβγαζε βόλτα την εκπληκτικής ομορφιάς προφανώς στα νιάτα της κυρία Κ. στο τετράγωνο κάθε απόγευμα, την ίδια σχεδόν ώρα που κατέβαζα κι εγώ τον σκύλο μου για την απογευματινή του τουαλέτα. Τον κύριο Κ. τον συναντούσα και κάθε Παρασκευή στην λαϊκή. Μου μιλούσε πάνω από τα πορτοκάλια για τον Πλάτωνα και τον πόλεμο στο Ιράκ. Δεν ξέρω πως ζούσαν. Αν είχαν λεφτά. Σύνταξη. Ο περιπτεράς από απέναντι, μου έλεγε ότι ζούσαν
με 300 ευρώ το μήνα αφού ακόμα ξεπλήρωναν μέσω της αναπηρικής σύνταξης της
κυρίας Κ. το στεγαστικό δάνειο που είχαν πάρει δυο μήνες πριν σκοτωθούν τα
δυο τους αγόρια.
Παρατηρώ, μέσα από το ματάκι της πόρτας ασφαλείας τι γίνεται στο διάδρομο.
Μόλις που βλέπω την πόρτα ανοικτή. Την έσπασε η αστυνομία; Περνάει πολύ
ώρα. Έχω σβηστά τα φώτα. «Μα καλά, γιατί δεν άνοιγε κανείς άλλος την πόρτα
της πολυκατοικίας; Αφού όλοι έχουν ανοικτά τα φώτα. Ακούω στο διάδρομο
ανοικτή τηλεόραση. Γιατί;». Περνάει αρκετή ώρα στη σιωπή. Βγαίνει ο
συνοδός του ΕΚΑΒ. Ανοίγω την πόρτα.
«Όλα καλά; Ένταξει η κυρία Κ;» τον ρωτάω.
«Δυστυχώς» κουνάει το κεφάλι. «Και οι δυο είναι νεκροί. Δεν έχουν παιδιά;».
«Δεν έχουν, είχαν» απαντάω αποσβολωμένος.
«Καληνύχτα» του λέω.
«Καληνύχτα. Πάντως αν μας είχαν ανοίξει ίσως κάποιος από τους δυο να ήταν
τώρα ζωντανός.»
«Τι να σας πω. Καληνύχτα.» Και κλείνω εντελώς χαμένος την πόρτα.
Το πόδι μου πατάει πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Ανάβω το φως.
« Η κ. Κ δεν είναι καλά. Έχω καλέσει το ΕΚΑΒ. Δεν έχω το τηλέφωνό σας. Αν
έχετε την καλοσύνη αφήστε το κάτω από την πόρτα μας μήπως σας χρειαστώ. Αν
δεν επιστρέψουμε από το νοσοκομείο, σας χαιρετώ και σας εύχομαι Υγεια και
σας παρακαλώ πολύ να σεβαστείτε ως νεα γενιά την ιστορία αυτών των
μαρμάρων που καμαρώνετε από τη βεράντα σας. Αυτά να μην πουλήσετε αυτή τη
δύσκολη στιγμή για να είστε άξιοι αυτής της ιστορίας που κληρονομήσατε.
Παρά τις οικονομικές δυσκολίες αυτής της χρεωμένης από τους πολιτικούς και
πολίτες χώρας να έχετε θάρρος και ελπίδα. Και πάλι σας χαιρετώ. Κ.»
Έχω παγώσει. Κοιτάζω από τη βεράντα μου κάτω στο δρόμο. Δεμένοι σε δυο
καρέκλες στα φορεία μεταφέρονται μέσα στο ασθενοφόρο ο νεκρός κύριος
και η νεκρή κυρία Κ. Κρατάει ο ένας το χέρι του άλλου.
Παράξενο πράγμα.
Βλέπω πρώτη φορά νεκρό στη ζωή μου στην Αθήνα.
Ποιός θα τους αποχαιρετήσει;"
ANAΓΝΩΣΤΗΣ
Share on Facebook