Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο μικρός Γιωργάκης. Ένα παιδάκι αδιάφορο γενικά, μέτριο στο σχολείο, κουνέλα σαν τερματοφύλακας στα διαλείμματα,... ενώ όταν τους έλεγε η δασκάλα αν θέλουν να παίξουν “γύρω γύρω όλοι”, αυτός την ρώταγε “με τζατζίκι ή χωρίς;”
Το παιδάκι μεγάλωνε, κανένας δε του έδινε σημασία ούτε στο σχολείο, ούτε στο φροντιστήριο, ενώ το κοριτσάκι που του άρεσε τον είχε ταράξει στη χυλόπιτα. Στο λύκειο πια, οι συμμαθητές του τον πειράζανε για τα ενοχλητικά σπυράκια που είχε στο πρόσωπο, ενώ η μάνα του και ο πατέρας του, ακόμα και μπροστά του αναφέρονταν σ' αυτόν στο τρίτο ενικό πρόσωπο( “-Τι θέλει πάλι το μαλακισμένο -Μη με ρωτάς, γιος σου είναι -Γιος μου; που το ξέρω; Σε έχω δει πως κοιτάζεις τον κηπουρό τόσα χρόνια”) και ο Γιωργάκης έκλαιγε και τον έπαιρνε να του μάθει φιλιππινέζικα η νταντά του.
Στις πανελλήνιες δήλωσε πρώτη επιλογή την Αξιωματικών της Αστυνομίας και μετά την Ευελπίδων αλλά επειδή όπως είπαμε ήταν σκράπας, πέρασε Φυτικής Παραγωγής στη Φλώρινα. Ευτυχώς ο μπαμπάς του είχε κάποια κονέ από το κόμμα και τον έφερε με μεταγραφή στην Αθήνα. Εκεί ο Γιωργάκης γνωρίστηκε με σπουδαίους ανθρώπους, όπως τον Μπάμπη, την Μιρέλλα και τον Αριστείδη, όλοι μέλη της αντιεξουσιαστικής ομάδας “Συνωμοσία των Αιματοβαμμένων Αιμορροΐδων” που σαν σκοπό είχε την ανατροπή του συστήματος μέσω του αντάρτικου πόλης και επιβολής μιας αναρχοαυτόνομης κοινωνίας, όπου όλα θα βασίζονταν στον εθελοντισμό των αυτόνομων ολιγομελών κοινωνικών ομάδων στις γειτονιές. Η αλήθεια είναι ότι δε καταλάβαινε και πολλές από αυτές τις λέξεις, αλλά του αρκούσε που κάποιοι τον δεχθήκανε στην παρέα τους. Αυτό που δε του άρεσε ήταν ότι οι πράξεις τους δεν ήταν και πολύ συναρπαστικές. Καμιά αφισοκόλληση με ευφυολογήματα 40 και πλέον χρόνων, καμιά προκήρυξη με κείμενο copy paste από γερμανικά φιλοσοφικά δοκίμια και ισπανικά μανιφέστα, άντε στο τσακίρ κέφι κανένα γκαζάκι σε κανέναν αμάξι κάποιου ταλαίπωρου.
Ήρθε όμως ο καιρός και ο Γιωργάκης γνωρίστηκε με πιο σημαντικά άτομα. Του μίλησαν για εκτεταμένο αντάρτικο πόλης, με στόχους κακούς αστυνομικούς που φταίνε γιατί η μάνα του δε τον πρόσεχε μικρό, καθώς και πολιτικούς που αν και μπορεί να τους στείλει σπίτι τους με την ψήφο του, δεν έπρεπε γιατί η δημοκρατία τους είναι φασισμός και δε πρέπει να περάσει. Έτσι του είπαν, έτσι πίστεψε, γιατί ηλίθιος όπως ήταν, αυτοί που τον στρατολόγησαν βρήκαν στο πρόσωπο του τον ιδανικό μαλάκα. Και έτσι και έγινεεεεε. Ο μικρός Γιωργάκης άρχισε να χαίρεται με τις δολοφονίες αστυνομικών, πολιτικών κλπ, του άρεσε να αναφέρεται στους αστυνομικούς σαν χοιρινά, ενώ ανυπομονούσε να σκοτώσει κι αυτός για πρώτη φορά, για να τον θεωρούν όλοι μεγάλο και σημαντικό (και ειδικά η Μιρέλλα, που αν και δεν έμοιαζε για αριστερή επαναστάτρια λόγω περιττών κιλών, του άρεσε γιατί ήταν η μόνη κοπέλα στην παρέα).
Και ΝΑ! Επιτέλους! Του δόθηκε η εντολή να σκοτώσει! Ο Γιωργάκης πήρε το όπλο του και γάζωσε τον αστυνομικό που του υπέδειξαν! Τι ευτυχία! Ήταν σίγουρος πως την επόμενη μέρα θα ξυπνούσε και όλοι θα τον χειροκροτούσαν, ποιος ξέρει, ίσως του έστελναν και άγαλμα!
Αλλά ΟΧΙ! Συμφορά! Δεν έγινε έτσι! Ξύπνησε στη μέση του ύπνου με τη φιγούρα του ΑΝΘΡΩΠΟΥ που σκότωσε στα μάτια του, ρωτώντας τον “ΓΙΑΤΙ; Γιατί με στέρησες από τα παιδιά μου; Γιατί δε μ' άφησες να γυρίσω σπίτι μου; ΓΙΑΤΙ;” Και ο Γιωργάκης τρόμαξε. Περίμενε να ξημερώσει για να ακούσει ότι είναι ήρωας, ξεπερνώντας έτσι τον εφιάλτη με το χοιρινό το βράδυ! Αλλά πάλι! ΟΧΙ! Άκουγε στις τηλεοράσεις, στα ραδιόφωνα, στις εφημερίδες, στο μετρό, στο λεωφορείο, ΟΛΟ τον κόσμο να τον αποκαλεί ΔΟΛΟΦΟΝΟ! Μα δεν ήταν δολοφόνος ο Γιωργάκης! Όλοι στην παρέα του έλεγαν πως έκανε καλά και μπράβο του αλλά ΟΛΟΙ οι υπόλοιποι τον λέγανε ΔΟΛΟΦΟΝΟ! Όχι! Δεν ήταν! Ήθελε να σώσει τον κόσμο, έτσι του είπαν! Αλλά δε το έκανε! Ο κόσμος συνέχιζε να είναι ο ίδιος, σαδιστικά ΙΔΙΟΣ, αποκρουστικά ΙΔΙΟΣ και η ίδια λέξη να ακούγεται στ' αυτιά του από το πρωί μέχρι το βράδυ: ΕΙΣΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ! ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!
ΠΗΓΗ: http://eleoseleoseleos.blogspot.com/
Share on Facebook